Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η κοινωνία

  • 1 κοινωνία

    [кинониа] ουσ. Θ. общество.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κοινωνία

  • 2 формация

    θ.
    1. μορφή (σταδιακή)•

    общественно-экономическая формация κοινωνικο-οικονο-μική μορφή•

    первобытнообщинная формация πρωτόγονη κοινωνική μορφή (κοινωνία)- рабовладельческая формация δουλοκτητική κοινωνική μορφή (κοινωνία)•

    феодальная формация φεουδαρχική κοινωνική μορφή (κοινωνία)•

    капиталистическая формация καπιταλιστική κοινωνική μορφή (κοινωνία)•

    социалистическая формация σοσιαλιστική κοινωνική μορφή (κοινωνία).

    2. (γεωλ.) σχηματισμός, διαμόρφωση, σύσταση.

    Большой русско-греческий словарь > формация

  • 3 общество

    общество с 1) η κοινωνία·
    * * *
    с
    1) η κοινωνία

    социалисти́ческое о́бщество — η σοσιαλιστική κοινωνία

    бесклас́совое о́бщество — η αταξική κοινωνία

    2) ( союз) ο σύνδεσμος; η εταιρεία ( коммерческое)

    спорти́вное о́бщество — о αθλητικός σύλλογος

    Русско-греческий словарь > общество

  • 4 мир

    -а, πλθ.α.
    1. ο κόσμος, το σύμπαν•

    происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.

    2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.
    3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.
    4. κοινωνία•

    античный мир ο αρχαίος κόσμος•

    капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•

    социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.

    || τάξη, κοινωνικό σύστημα•

    старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.

    5. σφαίρα ζωής•

    животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•

    растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•

    духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.

    || κύκλος (ανθρώπων)•

    мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.

    6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•

    дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•

    жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).

    εκφρ.
    всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•
    быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•
    пойти (ходить, идтиκ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•
    пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•
    уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•
    не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•
    сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•
    с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).
    α.
    1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•

    жить в -е ζω ειρηνικά•

    нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•

    мир души ψυχική γαλήνη•

    борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•

    мир народам! ειρήνη στους λαούς!•

    прочный мир σταθερή ειρήνη•

    оплот -а προπύργιο της ειρήνης•

    мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).

    2. συνθήκη, συμφωνία•

    заключить мир κλείνω ειρήνη•

    подписать мир υπογράφω ειρήνη•

    переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.

    3. ησυχία•

    я хочу мир θέλω ησυχία.

    εκφρ.
    мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•
    мир дому семуπαλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•
    с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον).

    Большой русско-греческий словарь > мир

  • 5 общество

    ουδ.
    1. κοινωνία•

    человче-ско общество ανθρώπινη κοινωνία•

    первобытное общество πρωτόγονη κοινωνία.

    2. κύκλος• τάξη• στρώμα•

    дворянское общество η τάξη των ευγενών•

    купеческое общество το στρώμα των εμπόρων.

    || το φύλο•

    женское общество το γυναικείο φύλο, η γυναικεία κοινωνία.

    3. παρέα, συντροφιά, κομπανία. || το περιβάλλον.
    4. σύνδεσμος, σύλλογος, εταιρεία•

    грко-со-втское общество ελληνο-σοβιετικός σύνδεσμος•

    акционерное общество μετοχική εταιρεία.

    || σύλλογος•

    спортивное общество αθλητικός σύλλογος.

    5. αγροτική κοινότητα.

    Большой русско-греческий словарь > общество

  • 6 общество

    обществ||о
    с
    1. ἡ κοινωνία:
    коммунистическое \общество ἡ κομμουνιστική κοινωνία· бесклассовое \общество ἡ ἀταξική κοινωνία·
    2. (компания) ἡ συντροφιά, ἡ συναναστροφή, ἡ παρέα:
    в \обществое кого-л. μαζύ μέ κάποιον, παρέα (или συντροφιά) μέ κάποιον
    3. (организация) ὁ σύνδεσμος, ὁ σύλλογος, ἡ ἐταιρεία:
    научное \общество ἡ ἐπιστημονική ἐταιρεία· спортивное \общество ὁ ἀθλητικός σύλλογος· греко-советское \общество ὁ ἐλληνοσοβιετικός σύνδεσμος· акционерное \общество ἡ μετοχική (или ἡ ἀνώνυμος) ἐταιρεία·
    4. (дворянское и т. п.) уст. οἱ κύκλοι, ἡ ἀριστοκρατία.

    Русско-новогреческий словарь > общество

  • 7 общественность

    общественность ж η κοινωνία· το κοινό, η κοινή γνώμη (мнение)
    * * *
    ж
    η κοινωνία; το κοινό, η κοινή γνώμη ( мнение)

    Русско-греческий словарь > общественность

  • 8 доклассовый

    доклассовый
    прил:
    \доклассовыйое общество ἡ προταξική κοινωνία, ἡ πρωτόγονη ἀτα-ξική κοινωνία.

    Русско-новогреческий словарь > доклассовый

  • 9 свет

    свет I
    м в разн. знач. τό φως:
    лунный \свет τό φως τής σελήνης, τό φεγγαρόφωτο, τό σεληνόφως· рассеянный \свет τό διάχυτο φως· отраженный \свет τό φως ἀπό ἀντανάκλαση· электрический \свет τό ἡλεκτρικό φῶς· зажигать \свет ἀνάβω τό φως· при \свете лампы μέ τό φως τής λάμπας· при \свете луны στό φως τής σελήνης· чуть \свет στά βαθειά χαράματα· рассматривать что́-л. на \свет κοιτάζω κάτι στό φως· представлять что-л. в выгодном \свете παρουσιάζω κάτι ὅπως μοῦ συμφέρει· бросать (проливать) \свет на что́-л. χύνω φῶς πάνω σέ κάτι, φωτίζω κάτι, διαλευκάνω· нн \свет ни заря τά χαράματα, στό λυκαυγές· \света (белого) невзвидеть разг μοῦ φαίνεται ὁ οὐρανός σφοντύλι.
    свет II
    λ·
    1. (мир, вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν, ἡ οἰκουμένη, ἡ ὑφήλιος, ὁ ντουνιδς:
    страны \света τά σημεία τού ὁρίζοντος· части \света τά μέρη τοῦ κόσμου· на краю \света στά πέρατα τοῦ κόσμου, στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· путешествие вокру́г \света а) ταξείδιον γύρω στή γή, б) κάνω τόν γύρο τοδ κόσμου μέ πλοίο (на корабле)· бродить по \свету περιπλανιέμαι, πλανιέμαι, γυρίζω τόν κόσμο·
    2. (общество) ἡ κοινωνία, ὁ κόσμος:
    всему́ \свету известно σ· ὅλους εἶναι γνωστό, ὅλ,ος ὁ κόσμος τό ξέρει· высший \свет уст. ἡ ἀριστοκρατία, ἡ ὑψηλή κοινωνία· ◊ увидеть \свет (о произведении и т. п.) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι δημοσιεύομαι· выпустить в \свет ^ (издать) δημοσιεύω, ἐκδίδω· производить на \свет φέρω στον κόσμο, γεννῶ· являться на \свет γεννιέμαι· сжить со \света ἐξοντώνω κάποιον отправить на тот \свет στέλλω στον ἄλλο κόσμο· отправиться на тот \свет τά τινάζω· на э́том \свете σ' αὐτόν τόν κόσμο· больше всего́ на \свете περισσότερο ἀπ' ὅλα στον κόσμο· ни за что на \свете! разг γιά τίποτα στον κόσμο!· \свет не клином сошелся поел. ὁ κόσμος δέν χάθηκε, δέ χάλασε ὁ κόσμος· ругаться на чем \свет стои́т разг βρίζω σάν ἀμαξας.

    Русско-новогреческий словарь > свет

  • 10 выбить

    -бью, -бьешь, προστκ. выбей ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω•

    выбить стекло σπάζω το τζάμι•

    выбить дверь σπάζω την πόρτα•

    выбить зуб σπάζω το δόντι.

    || εκβάλλω, βγάζω, εκδιώκω•

    выбить врага из окопов βγάζω τον εχθρό από τα χαρακώματα.

    2. ξεσκονίζω χτυπώντας•

    выбить ковер ξεσκονίζω το χαλί με χτυπήματα.

    3. καταστρέφω, χαλνώ•

    рожь -та градом η βρίζα χάλασε από το χαλάζι,

    4. βαθουλώνω, κάνω λακκούβα χτυπώντας• κόβω, βγάζω ανάγλυφο (κέρματα, μετάλλια κ.τ.τ.).
    5. πλατύνω, εκλεπτύνω σφυρηλατώντας,
    εκφρ.
    выбить дорогу – ανοίγω δρόμο (με τη συχνή διάβαση οχημάτων).
    1. διεξέρχομαι,βγαίνω διασχίζοντας, διασχίζω. || απαλλάσσομαι•

    выбить из нищеты βγαίνω από τη φτώχεια•

    выбить из долгов ξεχρεώνομαι.

    2. βγαίνω, εξέρχομαι στην επιφάνεια, αναφαίνομαι (για νερό, φωτιά, φύτρες κ.τ.τ.).
    εξέχω•

    волосы -лись из-под шляпы τα μαλλιά βγήκαν κάτω από το καπέλλο.

    εκφρ.
    выбить в люди – βγαίνω στην κοινωνία (αποκτώ κοινωνική πείρα). выбить на дорогу ευδοκιώ, προκόβω στην κοινωνία•
    выбить из графика ή расписания – παραβιάζω το δρομολόγιο•
    выбить из сил – αποκάμνω, κατεξαντλούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > выбить

  • 11 народ

    α.
    1. λαός•

    советский народ σοβιετικός λαός•

    греческий народ ελληνικός λαός•

    все -ы мира όλοι οι λαοί της γης•

    трудовой народ ο λαός της δουλειάς (οι εργαζόμενοι).

    2. άνθρωποι•

    там был разный народ εκεί ήταν διάφοροι άνθρωποι.

    || κόσμος•

    собралось много -у μαζεύτηκε πολύς κόσμος.

    εκφρ.
    простой народ – ο απλός λαός, λαοτζίκος, κοσμάκης, πόπολο•
    чрный (подлый) народ – (στην ταζική κοινωνία) οι απόκληροι της γης, η φτωχολογιά•
    на -е – στην κοινωνία, στον κόσμο, με τον κόσμο•
    на весь народ – μεγαλώφωνα, στην διαπασών, με τυρρηνική σάλπιγγα.

    Большой русско-греческий словарь > народ

  • 12 свет

    -а (-у), προθτ. в -, на -у α.
    1. το φως•

    солнечный свет ηλιακό φως, ηλιόφως•

    свет луны το σεληνόφως, το φεγγαρόφωτο•

    луч -а αχτίδα φωτός•

    свет и тьма φως και σκοτάδι•

    дневной свет το φως της μέρας•

    читать при -е лампы διαβάζω με το φως της λάμπας•

    зажечь свет ανάβωτο φως•

    выключить свет σβήνω το φως•

    чуть свет χαράματα, χαραυγή.

    || φέξιμο πρωινό•

    ещё до -а два часа δυο ώρες είναι ακόμα ώσπου να φέξει.

    2. το φωτεινό μέρος (πίνακα, φωτογραφίας κ.τ.τ.).
    3. σαφήνεια, καθαρότητα αντίληψης, νόησης•

    свет истины το φως της αλήθειας•

    свет знания το φως της γνώσης.

    || (χαίδ.) το είναι, η ύπαρξη•

    мой свет! το φως μου!

    εκφρ.
    свет очей; свет жизни – το φως των ματιών• το φως της ζωής (πολυαγάπητος, ακριβός)•
    в два -аπαλ. με δυο σειρές παράθυρα•
    в -е – στο φως (α.πο άποψη)•
    показать в выгодном -е – δείχνω έτσι, όπως με ωφελεί•
    представить в ложном -е – παρουσιάζω απατηλά•
    видеть в розовом -е – τα βλέπω όλα ρόδινα (ωραιοποιώ μια κατάσταση)•
    ни свет ни заря – βαθιά χαράματα, όρθρος βαθύς•
    чем светκ. чуть свет το λυκαυγές, η χαραυγή•
    пролить ή бросить свет – χύνω, ρίχνω φως (ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω).
    α.
    1. κόσμος, το σύμπαν, η πλάση, η οικουμένη, η υφήλιος•

    путешествовать вокруг света κάνω το γύρο του κόσμου•

    части -а ο ι ήπειροι•

    страны -а οι χώρες του κόσμου.

    2. η κοινωνία, το ανθρώπινο περιβάλλον•

    всему -у известно όλος ο κόσμος το ξέρει.

    || ανώτερο κοινωνικό στρώμα•

    высший ο αριστοκρατικός κόσμος, η αριστοκρατία•

    большой свет η ανώτερη κοινωνία.

    εκφρ.
    Божий светβλ. 1 σημ. не близкий (близок, близкий) (απλ.) είναι μακριά ακόμα•
    новый свет – ο νέος κόσμος (η Αμερική)•
    старый свет – ο παλαιός κόσμος (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)•
    тот свет – ο άλλος κόσμος (μεταθανάτιος)•
    этот свет – ο επίγειος κόσμος•
    - а преставлениеβλ. светопреставление• на этом -е σ αυτόν τον κόσμο (τον επίγειο)•
    всё (никто, ничто) на -е – το παν, κανένας, τίποτε δε μπορεί να ανακαλέσει, την απόφαση (αποφασίστηκε αμετάκλητα)•
    выйти в свет ή увидеть свет – βγαίνω στη δημοσιότητα, βλέπω το φως της δημοσιότητας•
    извлечь на (божий) свет – βγάζω από το σκοτάδι στο φως (για κάτι κρυμμένο, λησμονημένο και αχρησιμοποίητο)•
    сжить ή согнать со света, со свету ή со света, со свету – θανατώνω•
    родиться ή появиться на свет – α) γεννιέμαι, έρχομαι στον κόσμο, β) εμφανίζομαι•
    на чем свет стоит – εμφανίζομαι πολύ γερά, εντονότατα, δριμύτατα.

    Большой русско-греческий словарь > свет

  • 13 сообщество

    ουδ.
    1. κοινότητα•

    жить не в одиночку, а -ом ζω όχι μεμονωμένα, αλλά ομαδικά (στην κολλεχτίβα).

    2. ομάδα κακοποιών, σπείρα, συμμορία.
    3. κο ινοβ ιότητα, κοινωνία•

    сообщество пчл η κοινωνία των μελισσών•

    в -е από κοινού, μαζί.

    Большой русско-греческий словарь > сообщество

  • 14 лига

    1. (общественно-политическое объединение) η ένωση, ο συνασπισμός 2. муз. η ένωση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лига

  • 15 нация

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нация

  • 16 общество

    1. (совокупность людей, объединённых общими условиями жизни) η κοινωνία 2. (организация) о σύνδεσμος, ο σύλλογος, η εταιρεία
    акционерное - с ограниченной ответственностью η μετοχική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.)
    классификационное - мор. о Νηογνώμων
    - с неограниченной ответственностью η εταιρεία απεριόριστης ευθύνης (Ε.Α.Ε.)
    3. (круг людей, объединённых общностью чего-л.) η τάξη, ο κύκλος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > общество

  • 17 беспересадочный

    беспересадочный: \беспересадочныйое со общение η κατ' ευθείαν συγ κοινωνία
    * * *

    беспереса́дочное сообще́ние — η κατ' ευθείαν συγκοινωνία

    Русско-греческий словарь > беспересадочный

  • 18 бесклассовый

    бесклассов||ый
    прил ἀταξικός:
    \бесклассовыйое коммунистическое общество ἡ ἀταξική κομμουνιστική κοινωνία.

    Русско-новогреческий словарь > бесклассовый

  • 19 избранный

    избранн||ый
    1. прич. от избрать·
    2. прил прям., перен ἐκλεγμένος, διαλεκτός, ἐκλεκτός:
    \избранныйое общество ἡ ἐκλεκτή κοινωνία· \избранныйые сочинения ἡ ἐκλογή, τά ἐκλεκτά ἔργα·
    3. \избранныйые мн. οἱ ἐκλεκτοί, ὁΐ διαλεγμένοι.

    Русско-новогреческий словарь > избранный

  • 20 изгнание

    изгнаии||е
    с
    1. (действие) ἡ ἐκδίωξη [-ις], τό διώξιμο:
    \изгнание из общества ἡ ἀποπομπή, ὁ ἐξοστρακισμός ἀπ· τήν κοινωνία· подвергать \изгнаниею ἐκδιώκω, διώχνω·
    2. (ссылка) ἡ ἐξορία, ὁ ἐκτοπισμός:
    удаляться в \изгнание φεύγω στήν ἐξορία

    Русско-новогреческий словарь > изгнание

См. также в других словарях:

  • κοινωνία — κοινωνίᾱ , κοινωνία communion fem nom/voc/acc dual κοινωνίᾱ , κοινωνία communion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιά — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνίᾳ — κοινωνίαι , κοινωνία communion fem nom/voc pl κοινωνίᾱͅ , κοινωνία communion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνία — η 1. σύνολο ομοειδών ζώων ή ανθρώπων: Αυτό συμβαίνει στις κοινωνίες των ζώων, όχι στις κοινωνίες των ανθρώπων. 2. το σύνολο των κατοίκων ορισμένης πόλης ή χώρας και ιδιαίτερα η καλή τάξη: Η Πάτρα έχει καλή κοινωνία. 3. επικοινωνία, συναναστροφή,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κοινωνία των Εθνών — Διεθνής οργανισμός που λειτούργησε κατά το πρώτο μισό του 20ού αι. και αποτέλεσε, κατά κάποιον τρόπο, τον πρόδρομο του ΟΗΕ. Η Κ.τ.Ε. ιδρύθηκε στο Παρίσι, στο πλαίσιο της συνθήκης των Βερσαλιών, με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • θεία κοινωνία — Βλ. λ. Ευχαριστία, Θεία …   Dictionary of Greek

  • κοινωνίας — κοινωνίᾱς , κοινωνία communion fem acc pl κοινωνίᾱς , κοινωνία communion fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνίαι — κοινωνία communion fem nom/voc pl κοινωνίᾱͅ , κοινωνία communion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνίαν — κοινωνίᾱν , κοινωνία communion fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»